- λιτουργόν
- λιτουργ-όν· κακοῦργον, Hsch. (Cf. λίταργος.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιτουργός — λιτουργός, όν και λιτοργός, λιτωργός, όν (Α) 1. πανούργος 2. (κατά τον Ησύχ.) «λιτουργόν κακοῡργον». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + ουργός (< ἔργον)] … Dictionary of Greek